letras.top
a b c d e f g h i j k l m n o p q r s t u v w x y z 0 1 2 3 4 5 6 7 8 9 #

letra de πανοπλία (panoplia) - apsinthos

Loading...

[verse]
σωπαίνεις μα μιλάς πολύ
μου ‘πες «σημάδεψε και ζήσε στην παρένθεση όπως τόσοι και τόσοι κι εσύ»
όμως τα τείχη δεν αισθάνθηκες
όσο η ρουτίνα συντρίβει την προσμονή στο σώμα κάλυκες
συμβιβασμός κι απόψε φάνηκες μα τίποτα δεν ξεπλένει η βροχή
κι έχω μια λάμα αντηχήσεις σαν παρουσία να θυμάμαι ότι υπήρξες, ανήκω στη νεκρή σιωπή, αίμα στα χείλη σου
xιονίζει τελευταία εδάφια γι’ απόψε φωνή
ένα σφαγείο αλεξάνδρας μου μυρίζει η προσμονή
ενώ η φωνή του πατέρα ηχεί πως έγινες άντρας
όσο βουλιάζεις μέσα σου κρατώντας σφιχτά το παιδί που θες να σώσεις
γονείς σχέσεις ματώσεις σε λέξεις τύχη οικονομία αγάπης δόσεις
δεσμοφύλακες στο συναίσθημα μ’ ένα παιδί που δεν έμαθε ν’ αγαπά
δίχως απόδειξη κανένα ποτίζω τη σκιά μου με το σώμα μου
καταπίνοντας πρέπει σε χαμόγελα νεύρα στη καθημερινότητα το σπίτι μου βίας έδρα
παιδιά που ‘πεισαν πως έπρεπε για να αξίζουν να ικανοποιούν στάνταρ και μέτρα
κι αν έχεις διάπλατα ξυράφια μαχαίρια για να αγκαλιάσεις ότι σ’ έχεις ανάγκη
για ν’ αξίζεις σε κάποιους έξω από ‘σένα
επίκριση κι απαίτηση έπεται σε χειμώνες κι αισθήματα πρέσα
κι έμαθες να φοβάσαι όσα έχεις μέσα σαν άγραφο νόμο
‘δεσαν ατσάλινοι ζωστήρες τον λαιμό και τις φωνητικές χορδές
κράτησα μια χούφτα σιωπής από το απτό μ’ αγάπη
να σου δείξω τη βία και τον φόβο στον δρόμο πλέον σαν θύμηση σβήνει
κι αληθής η ντροπή και μια πόλη να διεκδικεί ένα κενό από τη μνήμη
κι είναι όλα τόσο άδεια που δεν ακούω καν την ανάσα σου πλέον να με πνίγει
με ευκολία έχω κλειστεί στο πρόσωπο μ’ ένα χαμόγελο, μάσκα που εκλιπαρεί την ηρεμία
κι έγινε η αγάπη άγκυρα ριζωμένη σε μια φοβία κι ένα λιμάνι υποχρεωμένη επιθυμία
να συντρίβει των αναχωρίζων τη μανία και του έρωτα κάθε έκλυση
κάποιος θεός όμως πατέρας θερίζει τα σπλάχνα με την εξουσία
πώς θα μου συγχωρέσει την παρέκκλιση πως μίλησα απόψε αντί να σωπάσω;
εγώ που χρόνια χτίζω μια φυλακή από συναισθήματα μέσα μου που δεν μπορώ να εκφράσω και με δένει
νοσταλγώ τη γαλήνη της άγνοιας που ‘χα παιδί όμως μ’ αρρωσταίνει
κατανόηση κι ασφάλεια στο μηδέν είναι μια λάμα ακονισμένη
γονείς και φίλοι όλοι συμβιβασμένοι σ’ ένα θέατρο που οι πράξεις μας μας παριστάνουν βολεμένοι, στη σιωπή περνάμε
κι όσο πιο πολύ μ’ αγαπώ σαν παιδί τόσο πιο μετά με φοβάμαι, μια εικόνα αποθεωμένη
κι αν αρνηθείς ή να σκοτώσεις σαν παιδί ό,τι σε τρέφει σε γεννάει
είναι σαν σκέψη απαγορευμένη, ένα μυαλό κελί κι ανέμοι κι ο φόβος ατσάλινα νήματα
ανάμεσα σε πλευρά ιστούς οστά μύες και όργανα πάντα να υφαίνει
και οι σχέσεις μνήματα χτίζουν ατσάλινους τοίχους
σε ό,τι νιώθω ό,τι με αγγίζει ό,τι με δένει
κι ό,τι συναίσθημα αντιτίθεται προκαλεί συμπλοκή τείχη το πνίγουν
όσο σφαδάζει από μέσα μου να βγει να εκφραστεί όμως δε χωρά
ώρα την ώρα φορά τη φορά κάτω απ την σμίκρυνση
κάθε μου ακύρωση και φόβος μου για φθορά έχτισε μέσα μου τείχη και οχυρά
όσο την αθωότητα διάλυα πίσω απ’ τα τείχη να μην εκτεθώ
και κλειστώ έξω απ’ τη πανοπλία το μόνο χώρο που μέσα του ένιωθα ασφάλεια
ένα παιδί παγιδευμένο σε ένα σφαγείο θωρακισμένο δίχως έναυσμα
μεγάλωσα κι η πανοπλία μεγάλωσε πια μαζί μου
εφηβεία και νιότη κρίκο τον κρίκο θωράκιση και έλασμα
τα τείχη ‘γιναν όρια του δέρματος μου
και ο φόβος να μην πληγωθώ είναι το κέλευσμα
κεντάει η μοναξιά το ατσάλι της ψυχής ντύνει την πανοπλία
πυρακτωμένη σιωπή ίσον βία
γαλουχημένη σε ένα σάρκινο μαγκάλι
από οργή θυμό και τελειοθηρία τώρα να με καίνε
και είμαι ελεύθερος στη μητρόπολη
μόνο να επιλέγω τους φόβους μου, ξένε
να ζεις και να ζω σε ένα κέλυφος δίχως να δίνεσαι ποτέ
φωνές μου λένε από μικρό έχτισαν σάρκα τα πρέπει στη σάρκα μου
για να κρυφτούν απ’ ό,τι πληγώνει μ’ αιδώ
όσο και εγώ στη δικιά τους από ‘μένα για να κρυφτώ
τα ψέματα που θα μας ‘διναν γαλήνη
συλλάβιζαν όλα τους το σ’ αγαπώ
κι οι ανάσες με βία ραγίζουν το έδαφος
μα να μ’ αγγίξει τίποτα δεν μπορεί αγγίζει το κέλυφος
τα μάτια μου γίνανε μέταλλο βουβό, δεν μπορούσα να δακρύσω για χρόνια
κι οι πληγές μου η μόνη απόδειξη πως κάποτε είχα να ονειρευτώ
πέρα απ’ της πανοπλίας το άβατο
το κορμί μου δεν ξέρει να ζήσει άλλο από θάνατο κι αυτόν εντός ορίων
γαλβανισμένος από την άγια οξύτητα άφατων δακρύων
μ’ αναλώνω και η ψυχρή λογική θώρακας ένα με το δέρμα ουρλιάζει μόνο:
δεν πρέπει να πονάς δεν είναι φυσικό το να μη νιώθεις πόνο είναι οξυγόνο
υπεραναπλήρωση και ό,τι δεν μπορώ να αισθανθώ ή να αλώσω απαξιώνω
και εκλιπαρώ την αγάπη που δεν αισθάνομαι να πληγώνω έστω και τόσο
φοβάμαι ν’ αγαπήσω όσο φοβάμαι να σκοτώσω
όσο φοβάμαι το κενό μου να νιώσω κι ό,τι αυτοκλείστηκε
ποια ελπίδα μου πάλι σαν φόβος ντύθηκε
μέσα μου κατοικεί ένα παιδί που θέλει απεγνωσμένα ν’ αγαπά
μ’ ένα θηρίο που μου λέει να σκοτώσω ό,τι αγάπησα βαθιά και μ’ αρνήθηκε
μια φωνή που μου λέει να σκοτώσω ό,τι αισθάνθηκα
και κρύφτηκε από την ορμή του κόσμου να μην ποδοπατηθεί
μια πανοπλία ριζωμένη σαν δέντρο σαν να ‘χες γη
με απαίτηση από μένα για ζωή που αγνοούσα να την ανέσαινα
μια ζωή που δε θα ‘μουν ένοικος σε σώματα ξένα ή στην πόλη πάλι έκθεμα
σε κάποια γη που δεν έφτασα μαγεύτηκα
όσο στο εδώ πεισματικά με ματώνω σε μια πανοπλία ανθρωποκτόνο
ξένος μέσα στα χαλάσματα και κάθε μέρα που βιώνω
χωρίς να ζω σφίγγει τα ελάσματα
κι όσα δεν μπόρεσα να ζήσω ‘γιναν γράμματα σε κάποιο χαρτί
να δίνουν φωνή σε ό,τι νιώθω μέσα απ’ τα έργα άσματα
να γίνουν λέξεις να σπάσω αυτό το κέλυφος σε θραύσματα βοής
γιατί φοβάμαι πιο πολύ να μείνω γρανάζι ή αδρανής
στα αποσιωπητικά μου μέσα από τα μάτια της ζωής που λέει «κοίτα με»
στα σωθικά μας και στα μάτια μας κανείς δε θα ψάξει όσα δεν είπαμε
δώσε τους στόμα να ουρλιάξουν να ‘ναι επιτομή
ψίθυροι ανοιχτές πληγές σε όσα δεν είχαμε τα κότσια να μιλήσουμε
ακόμα και δεν προλάβαν να σημαίνουν κάτι όσα ποθήσαμε ποτέ δίχως σώμα
με χείλη που σαν σμήνη αποδημητικά σε αγκαλιάζουν χειμώνα
προς την όστρια κι όσοι ζήσαμε σε σώμα ελεγκτές
περνάμε τα δάκρυα για κάποια αρρώστια φοβερή
κι αγγίζω μέσα μου λυγμοί που αρνιούνται να ξεσπάσουν
και μια στιγμή που περιμένει να διωχθεί
κι αρνιέμαι να ‘μαι σαν αποτύπωμα κάποιου στη φυλακή
χωρίς να ξύσει με τα νύχια του δυο πιθαμές ζωή έστω πρωτόλεια
να σταθώ άφθαρτος και να θυμάμαι ότι μπορώ να σ’ αγαπώ
γιατί μπορώ να νιώσω την κάθε μου απώλεια λόγια χέρσα
κι ο μόνος τρόπος να πεθάνω σ’ αυτήν την πανοπλία είναι από μέσα μ’ ένα τραύμα
κάνω τα βήματά μου
φωνάζω «σκοτώστε με!» γιατί αν μείνω εγκλωβισμένος εδώ ίσως να μείνω φυλακή για πάντα
φωνάζω «σκοτώστε με» γιατί αν μείνω εδώ δε θα μπορέσω ποτέ μου να γίνω λάμα
αν ζούσες στο μυαλό μου θα ‘σουν ήδη νεκρός
εσύ που λες πως μ’ αγαπάς όπως και να ‘μαι
αν ήσουνα στο σώμα θα ‘σουν σφαίρα και φως
ένας θνητός που έγινε λάμα τη μνήμη για να θυμάμαι
αν ήσουνα στιγμή θα ‘χες πεθάνει απ’ το χέρι μου
σε μια εξίσωση χρόνου που δε μ’ ανήκει
κι αν ήσουν δάκρυα στα άγνωστα μάτια ποταμός το κορμί που φορώ
ούτε ξέρει πώς να σε ζήσει

letras aleatórias

MAIS ACESSADOS

Loading...